κορακοβραχιόνιος — α, ο ανατ. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο βραχιόνιο οστό και στην κορακοειδή απόφυση τής ωμοπλάτης (α. «κορακοβραχιόνιος μυς» ο μυς που εκτείνεται από την κορακοειδή απόφυση ώς την πρόσθια επιφάνεια τού βραχιόνιου οστού β. «κορακοβραχιόνιος… … Dictionary of Greek
μονοτρήματα — Μοναδική τάξη θηλαστικών χωρίς πλακούντα που αναπαράγονται με ωοτοκία. Στα ζώα αυτά, όπως και στα ερπετά και στα πουλιά, το πεπτικό έντερο και τα ουρογεννητικά όργανα εκβάλλουν σε μία κοινή κύστη, την αμάρα, που έχει ένα μόνο εξωτερικό άνοιγμα… … Dictionary of Greek
υποκορακοειδής — ές, Ν ανατ. αυτός που βρίσκεται κάτω από την κορακοειδή απόφυση. [ΕΤΥΜΟΛ. < υπ(ο) * + κορακοειδής] … Dictionary of Greek
ωμός — Μέρος του σώματος που ενώνει το επάνω άκρο με τον κορμό· η κλείδα, η ωμοπλάτη και η ωμοβραχιόνια άρθρωση αποτελούν τον σκελετό ο οποίος καλύπτεται από τις μυϊκές μάζες που κατευθύνονται προς τον λαιμό, το στήθος, τη ράχη και τον βραχίονα. Η… … Dictionary of Greek
ώμος — Μέρος του σώματος που ενώνει το επάνω άκρο με τον κορμό· η κλείδα, η ωμοπλάτη και η ωμοβραχιόνια άρθρωση αποτελούν τον σκελετό ο οποίος καλύπτεται από τις μυϊκές μάζες που κατευθύνονται προς τον λαιμό, το στήθος, τη ράχη και τον βραχίονα. Η… … Dictionary of Greek
ακρωμιοκορακοειδής — Έτσι ονομάζεται ο σύνδεσμος μυς που απλώνεται εγκάρσια ανάμεσα στην κορακοειδή απόφυση και το ακρώμιο … Dictionary of Greek
πτηνά — Τάξη σπονδυλωτών ιδιαίτερα προσαρμοσμένων για την πτήση εξαιτίας της μετατροπής των μπροστινών άκρων σε φτερούγες. Τα π. είναι ζώα ομοιόθερμα, δηλαδή με σταθερή θερμοκρασία του σώματος, κατά μέσο όρο υψηλότερη από τη θερμοκρασία των θηλαστικών.… … Dictionary of Greek